- στεντόρειος
- -α, -ο / στεντόρειος, -ον, ΝΜΑ [Στέντωρ, -ορος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα τής Ιλιάδος Στέντορα2. αυτός που έχει φωνή όμοια με τού Στέντορος («κῆρυξ... Στεντόρειος», Αριστοτ.)νεοελλ.φρ. «στεντόρεια φωνή» — ισχυρή, βροντερή φωνήαρχ.(το ουδ. ως επίρ.) στεντόρειονστεντόρεια, πολύ βροντερά.επίρρ...στεντορείως και στεντόρεια Νμε στεντόρειο τρόπο, ισχυρά, πολύ βροντερά («τού φώναξε στεντόρεια»).
Dictionary of Greek. 2013.